- λεπτοσπάθητος
- λεπτο-σπάθητος [ᾰ], ον,A fine-woven,
χλανίδια Trag.Adesp. 7
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χλανίδια Trag.Adesp. 7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτοσπάθητος — λεπτοσπάθητος, ον (Α) υφασμένος με λεπτό τρόπο, λεπτοϋφασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + σπαθητός (< σπαθῶ, άω < σπάθη), πρβλ. ευ σπάθητος, καιρο σπάθητος] … Dictionary of Greek
λεπτοσπαθήτων — λεπτοσπάθητος fine woven masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek